- οινοπνευματίαση
- [-ις (-εως)], οινοπνευμάτωοτι [-ις (-εως)] η алкоголизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οινοπνευματίαση — και οινοπνευμάτωση, η η οξεία ή χρόνια δηλητηρίαση από κατάχρηση οινοπνεύματος ή οινοπνευματωδών ποτών, αλλ. αλκοολισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οινόπνευμα + ίαση*] … Dictionary of Greek
τερατολογία — Η τ. έχει ως αντικείμενο τη μελέτη όλων των εξαιρετικών οργανικών διατάξεων, με τις οποίες κάποιο άτομο διακρίνεται από το πλήθος των ατόμων του ίδιου αυτού είδους. Οι εξαιρετικές αυτές διατάξεις είναι ανωμαλίες ή τερατομορφίες. Ανωμαλία… … Dictionary of Greek